κατατάττω

κατατάττω
κατατάσσω
draw up in order
pres subj act 1st sg (attic)
κατατάσσω
draw up in order
pres ind act 1st sg (attic)
κατατάσσω
draw up in order
pres subj act 1st sg (attic)
κατατάσσω
draw up in order
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”